Εύχομαι να γνώριζα στα πρώτα λεπτά που συναντηθήκαμε, το ανεξόφλητο χρέος που σου είχα.
Γιατί είχες κακοποιηθεί από το οστό που σε αρνήθηκε και με προσέλαβες να φτιάξω αυτή την κατάσταση.
Μπαίνοντας σε εκείνο το δωμάτιο όταν είχες σωληνάκια στα χέρια, εκείνους τους συναγερμούς μορφίνης που τραγουδούσαν φάλτσα.
Σε κρατούσαν ναρκωμένη και ήρεμη, και δεν τους πίστευα όταν σε αποκάλεσαν βροντή θύελλας.
Όταν μετρούσα το σφυγμό σου πρότεινα ένα χαμόγελο. Δε μίλησες για αρκετό χρόνο, ήσουν παγωμένη.
Είπες ότι μισούσες τον τόνο μου, σε έκανε να νιώθεις τόσο μόνη και έτσι μου είπες ότι καλύτερα να φεύγω.
Αλλά κάτι με κράτησε να στέκομαι πλάι σε εκείνο το κρεβάτι νοσοκομείου, θα έπρεπε να τα είχα παρατήσει αλλά αντίθετα σε φρόντισα.
Με έκανες να κοιμάμαι ανήσυχα και δεν τους πίστεψα όταν μου είπαν πως δεν υπήρχε σωτηρία για εσένα.