Καράβι ένι το σπίτι μου, θάλασσα η αυλή μου
και του βοριά τα κύματα είναι παρηγοριά μου.
Ξενούτσικος ψυχομαχεί στου καραβιού την πλώρη,
δεν έχει μάνα να τον κλαίει, κύρη να τον λυπάται,
ούτ’ αδερφό, ούτ’ αδερφή, ούτε κανένα φίλο,
ούτε κανένα συγγενή.