Αν έπαιρνα τα βάσανα του κόσμου τα μεγάλα
χίλιες μπαλάντες θα `γραφα πικρές
και τα τραγούδια θα `σβηνα που 'χω γραμμένα τ’ άλλα
που `ναι γεμάτα από έρωτες ελπίδες και χαρές
Είπα λοιπόν το γράψιμο για πάντα πως θα πάψω
ένα τραγούδι αλλιώτικο αν δε γράψω
κι έτσι ξεκίνησα κάποιο πρωί
τους πόνους και τα βάσανα να βρω μες τη ζωή
Και περπατούσα και περπατούσα
κι έφτασα κάπου σε ένα σημείο
κι είδα γραμμένο τι να πεις
Βρεφοκομείο η Ελπίς
Εκεί οι ανώνυμοι γονείς πηγαίνουν τα μωρά
κι όταν θα βγούνε στη ζωή κάποια φορά
παιδιά με δίχως όνειρα γεμάτα με ρυτίδες
και μάτια θλιβερά
Και λεγόμαστε άνθρωποι με μυαλό και με αισθήματα
τι είν’ τα νόθα παιδιά μας μπρος τα τόσα προβλήματα
και λεγόμαστε άνθρωποι με μυαλό και καρδιά
και πετάμε στους δρόμους τα μικρά τα παιδιά
Εμείς στραβή τη φτιάξαμε αυτή την κοινωνία
εμείς με την καρδιά μας και το νου
γεμάτη απ’ το σκοτάδι μας γεμάτη απ’ αγωνία
του κάκου ψάχνει να βρει την πόρτα του ουρανού
κι αφού είμαι άνθρωπος κι εγώ τον κόσμο πως να αλλάξω
αφού κι εγώ γκρεμίζω τι θα φτιάξουμε
κι όμως
Ξεκίνησα και πάλι ένα πρωί
τους πόνους και τα βάσανα να βρω μες τη ζωή
και περπατούσα και περπατούσα
κι έφτασα κάπου σε ένα σημείο
κι είδα γραμμένο τι να πεις
Γηροκομείο η Ελπίς
Εκεί τα στοργικά παιδιά πετάνε τους γονείς
το μόνο έγκλημά τους ότι ζήσαν πολλά χρόνια
και τους ξεχνούν παιδιά κι εγγόνια
γέροι με δίχως όνειρα γεμάτοι με ρυτίδες
και μάτια θλιβερά