Ο χρόνος είναι του Θεού κι ο πόνος του ανθρώπου
να βλέπει το είδωλό του να κλαίει και να γελά
Στην κάψα του μεσημεριού βουλιάζουν τα τζιτζίκια
κοχύλια κι αρμυρίκια στα μαύρα σου μαλλιά
Κάτω στο μεγάλο ύπνο μυστικό σου ανάβω δείπνο
Ποιος είδε δέντρο του βυθού ν’ αποζητά τον ήλιο
στου σκότους το βασίλειο άγιο να γυρνά
Με νήμα εξάκλωνο κεντάς τον έβδομο ουρανό σου
υψώνεις το φανό σου και πας στο πουθενά
Κάτω στο μεγάλο ύπνο μυστικό σου ανάβω δείπνο
Στρώσε τραπέζι γιορτινό, τραπέζι του ασώτου
το ‘πνιξε τ’ όνειρό του άγριος ποταμός
Από κρασί κι από φιλί μπορεί και να σωθούμε
κι αν τύχει και χαθούμε καλόδεχτος χαμός
Κάτω στο μεγάλο ύπνο μυστικό σου ανάβω δείπνο