Κάνει κρύο και είμαι μόνη
με του κόσμου τους κανόνες
το τρελό μου το τιμόνι
κάνει κύκλο στους αιώνες
Βλέπω φώτα ξεχασμένα
από κάποιους που έχουν φύγει
και παλάτια μαγεμένα
που η πόρτα δεν ανοίγει
Η φωνή μου διασπάται
στης απόστασης το νόμο
κι η καρδιά μου δε θυμάται
της επιστροφής το δρόμο
Και ήρθαν φίλοι αγαπημένοι
με χαρές και πανηγύρια
μα μου φάνηκαν σαν ξένοι
και τα γέλια τους σαν φίδια
Θα βρω στο βυθό του κόσμου
μια διάσταση ακόμα
ν’ ανταμείψω του αίματός μου
το ανήσυχο το χρώμα
Κάνει θόρυβο η καρδιά μου
δεν μ’ αφήνει να διακρίνω
του μυαλού μου τις βλαστήμιες
και νομίζω πως θα μείνω
Μέσα της να αντικρούω
όσα πρέπει και δεν πρέπει
την παραίσθηση ν’ ακούω
που τα θαύματα επιτρέπει
Και θ’ αντέχω και θα τρέχω
και θα σταματώ για χρόνια
με του ήλιου τις ακτίνες
να στεγνώνω τα σεντόνια
Κάνει κρύο και έξω βρέχει
και έχω μείνει να δηλώνω
στεγανά τετελεσμένα
στης χρονοφθοράς το νόμο
Τρέμω τόσο μην αλλάξουν
τα γνωστά συνηθισμένα
τ’ αγκαλιάζω και τα σφίγγω
κι έτσι μένουν στοιχειωμένα
Μα ούτε αίμα ούτε χτύπος
ούτε αντίδραση καμία
των διαστάσεων το τοίχος
ξαναβάζει την ταινία
Να βρω στο βυθό του κόσμου
μια διάσταση ακόμα
ν’ ανταμείψω του αίματός μου
το ανήσυχο το χρώμα.