Πώς ήτανε να βλέπεις,
Το πρόσωπο της δικιάς σου σταθερότητας,
Ξαφνικά να κοιτάζει αλλού,
Να σε αφήνει με τους νεκρούς
και τους απελπισμένους;
Έντεκα και είχε φύγει.
Έντεκα ήταν όταν χαιρετιόμασταν για αντίο.
Έντεκα σημαίνει να στέκεσαι όρθιος,
Περιμένοντας εμένα να τον ελευθερώσω,
Με το να έρθω σπίτι.
Με ταρακουνάς με έναν ήχο.
Με ανοίγεις με μια χειρονομία.
Με ζωγραφίζεις κάτω και μέσα,
Μου δείχνεις από που ξεκίνησαν όλα,
Έντεκα.
Είσαι πολύ φοβισμένη
για να καταλάβεις αυτό,
Εσύ είσαι η φωνή
που με καλούσε να επιστρέψω σπίτι.
Κάτω από έναν νεκρό ουρανό στο Οχάιο,
Το έντεκα περίμενε και θα περιμένει,
Υπερασπίζοντας το φως του και να αναρωτιέται:
"Που στον διάολο ήμουν;"
Κοιμόμουν χαμένος και ναρκωμένος εγώ.
Χαίρομαι που σε βρήκα.
Είμαι ξύπνιος και κατευθύνομαι,
Σπίτι.
Εύχομαι να μπορούσα να σε δω
Να γυρνάς και να τρέχεις να παίζεις.
Τα όνειρα καταρρέουν,
Κουβάλα την αρχαία ψυχή μου.
Κουβάλα προς το φως.
Στόχευε το σώμα σου ουράνια,
Κράτα μιαν ανάμνηση.
Θα έρθω στο φως σου,
Κράτα το φως σου.
Κράτα το φως σου εκεί όπου μπορώ να το δω.
Κράτα το,
Ψηλά.
Κράτα το φως σου,
Έντεκα. Οδήγησε με μέσα από κάθε απαλό βήμα προς βήμα
Με απόσταση ίντσας με γεμάτη μνήμη
Θα μετακινηθώ, για να θεραπευτώ,
Αμέσως μόλις ο πόνος μου επιτρέψει, έτσι ώστε να μπορέσουμε να επανενωθούμε,
Και οι δυο μας να προχωρήσουμε μαζί.
Κράτα το φως σου,
Έντεκα. Οδήγησε με μέσα από κάθε απαλό βήμα προς βήμα
Με απόσταση ίντσας με γεμάτη μνήμη
Μέχρι ένα και ένα να κάνουν ένα, έντεκα,
οπότε λάμψε, παιδάκι, λάμψε.
Κατευθύνομαι προς το σπίτι.