Ψηλά, στις αίθουσες των Βασιλιάδων που έφυγαν
Η Τζένυ θα χόρευε με τα φαντάσματα της.
Μ’ εκείνα που έχασε και μ’ αυτά που βρήκε
και μ’ αυτά που την αγαπήσανε περισσότερο.
Αυτά που είχαν φύγει εδώ και πολύ καιρό.
Δεν θυμόταν τα ονόματα τους.
Την στριφογυρίζανε πάνω στους υγρούς, αρχαίους λίθους,
ξετινάζοντας από πάνω της όλη της την θλίψη και τον πόνο.
Και δεν ήθελε να φύγει ποτέ, δεν ήθελε να φύγει ποτέ.
Δεν ήθελε να φύγει,
δεν ήθελε να φύγει.
Χορεύανε όλη τη μέρα
και μέσα στη νύχτα,
μέσα στο χιόνι που σκορπίζονταν στην αίθουσα.
Απ’ το χειμώνα μέχρι το καλοκαίρι και μέχρι το χειμώνα ξανά.
Μέχρι που οι τοίχοι γκρεμίστηκαν και πέσαν.
Και δεν ήθελε να φύγει ποτέ, δεν ήθελε να φύγει ποτέ.
Δεν ήθελε να φύγει,
δεν ήθελε να φύγει.
Και δεν ήθελε να φύγει ποτέ, δεν ήθελε να φύγει ποτέ.
Δεν ήθελε να φύγει,
δεν ήθελε να φύγει.
Ψηλά, στις αίθουσες των Βασιλιάδων που έφυγαν
Η τζένυ θα χόρευε με τα φαντάσματα της.
Μ’ εκείνα που έχασε και μ’ αυτά που βρήκε
και μ’ αυτά που την αγαπήσανε περισσότερο.