Μέσα στους ανέμους του πολέμου,
οδηγούμενος από άγριες μάχες,
έκαιγε ένας πολεμιστής
το χωριό που γεννήθηκε.
Από την αγκαλιά της μητέρας,
απήγαγε το παιδί ένας καταπιεστής,
τώρα καταριέται την μοίρα του
που έγινε γενίτσαρος.
Κοντά στο τζάκι ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού,
έκλαιγε μια γριά,
σε αυτήν σήκωσε το σπαθί
ένας πολεμιστής που λεηλατεί.
Από την αγκαλιά της μητέρας,
απήγαγε το παιδί ένας καταπιεστής,
τώρα καταριέται την μοίρα του
που έγινε γενίτσαρος.
Μην προσπαθήσεις να με σκοτώσεις, γιέ μου,
αν ξέρεις τα βάσανά σου,
η μάνα σου είμαι επειδή αναγνώρισα
την ελία πάνω από τα χείλη σου.
Από την αγκαλιά της μητέρας,
απήγαγε το παιδί ένας καταπιεστής,
τώρα καταριέται την μοίρα του
που έγινε γενίτσαρος.
Κατέβηκε από το άλογο ο νέος ο γενίτσαρος,
έριξε το σπαθί, άφησε τον χαλινό.
Η μάνα πήγε να πει κάτι,
αλλά δεν έβγαλε άχνα.
Από την αγκαλιά της μητέρας,
απήγαγε το παιδί ένας καταπιεστής,
τώρα καταριέται την μοίρα του
που έγινε γενίτσαρος.