Οι δρόμοι δεν τον πήγαν πουθενά
Παράξενες τον δέρνανε απόψεις
Η μάνα του καμάρωνε κρυφά
Εσύ μια μέρα γιε μου θα προκόψεις
Μια νύχτα που κοιμήθηκε βαριά
Τον είδανε στον ύπνο του να κλαίει
Σκυφτός σαν να `χε φάει μαχαιριά
Τον άκουσαν οι φίλοι του να λέει
Ίσως να είναι η αγάπη μια θλιμμένη γιορτή
Ένα ζευγάρι σκουριασμένες χειροπέδες
Ίσως να είναι η αλήθεια μια πληγή ανοιχτή
Ένα κελί με χρυσαφένιους μεντεσέδες
Ίσως να είναι το φεγγάρι μια τελεία λευκή
Σ’ ένα τετράδιο με φύλλα από σκοτάδι
Ίσως να έχεις χαραγμένο σαν μένα κι εσύ
Πάνω στο μέτωπο της τρέλας το σημάδι
Οι δρόμοι δεν τον πήγαν πουθενά
Κλεισμένος στων ονείρων του τις χώρες
Γυρνούσε σαν αέρας τα στενά
Και μίλαγε μονάχος με τις ώρες
Μια νύχτα που κοιμήθηκε βαριά
Τον άκουσαν σε κάποιον να μιλάει
Και είδαν πως σταμάτησε η καρδιά
Την πόρτα της ζωής να του χτυπάει
Ίσως να είναι η αγάπη μια θλιμμένη γιορτή
Ένα ζευγάρι σκουριασμένες χειροπέδες
Ίσως να είναι η αλήθεια μια πληγή ανοιχτή
Ένα κελί με χρυσαφένιους μεντεσέδες
Ίσως να είναι το φεγγάρι μια τελεία λευκή
Σ’ ένα τετράδιο με φύλλα από σκοτάδι
Ίσως να έχεις χαραγμένο σαν μένα κι εσύ
Πάνω στο μέτωπο της τρέλας το σημάδι