Ιούλιος κι ο άνεμος δεν είναι `δω,
φτερούγισμα βεντάλιας στο μπαλκόνι,
μα μια ανάμνηση παλιά
τα διπλωμένα μου πανιά, φουσκώνει·
μα μια ανάμνηση παλιά
τ΄ άσπρα μου πανιά, φουσκώνει.
Θα δανειστώ του ναύτη τη ματιά
με δάκρυ αλμυρό θέλω να κλάψω,
και κει στου πάθους τ’ ανοιχτά
ό, τι με κούρασε θα το πετάξω·
και κει στου πάθους τ’ ανοιχτά
τα σφάλματά σου θα πετάξω.
Θα βρω της νύχτας το σκοπό
και με τη λύρα του Ορφέα
μέσα στον ύπνο σου θα μπω
εσύ `σαι η αγάπη μου η ωραία.