Ένας γέροντας κι ένα παιδί κρατιόντουσαν χέρι-χέρι
και πήγαιναν μαζί να συναντήσουν το δείλι,
μακριά υψώνονταν η κόκκινη σκόνη
και ο ήλιος έλαμπε μ’ ένα φως που δεν ήταν αληθινό...
Ο απέραντος κάμπος έμοιαζε να φτάνει
μέχρι εκεί που μπορούσε να δει ανθρώπου μάτι
και τριγύρω δεν υπήρχε κανείς,
μόνο το μουντό περίγραμμα πύργων από καπνό...
Οι δυο τους περπατούσαν, η μέρα έσβηνε,
ο γέροντας μιλούσε και έκλαιγε σιγανά·
με την ψυχή του απούσα, με τα μάτια υγρά
ακολουθούσε θύμισες περασμένων μύθων.
Τους γέρους τους φθείρουν τα χρόνια,
δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από τα όνειρα,
οι γέροι δεν μπορούν, μες στη σκέψη τους,
να ξεχωρίσουν στα όνειρά τους το ψέμα από την αλήθεια.
Και ο γέροντας έλεγε, κοιτώντας μακριά:
«Φαντάσου τούτο τον κάμπο σκεπασμένο με στάχια,
φαντάσου τα φρούτα, φαντάσου και τα λουλούδια
και σκέψου τις φωνές και σκέψου τα χρώματα
και σ’ αυτό τον κάμπο, μέχρι εκεί που χάνεται το βλέμμα,
μεγάλωναν τα δέντρα και όλα ήταν πράσινα,
έπεφτε η βροχή και οι ήλιοι σημάδευαν
το ρυθμό των ανθρώπων και των εποχών…»
Το παιδί κοντοστάθηκε, το βλέμμα του ήταν θλιμμένο
και τα μάτια του κοίταζαν πρωτόφαντα πράγματα
κι έπειτα είπε στο γέροντα με φωνή ονειροπόλα:
«Μου αρέσουν τα παραμύθια, πες μου κι άλλα!»