Η καρδιά μου ήταν βαθιά τραυματισμένη,
υπέφερα, υπέφερα.
Της είπα: «δεν είναι τίποτε», αλλά έλεγα ψέματα.
έκλαιγα, έκλαιγα.
«Για σένα είναι αργά, νύχτωσε ήδη,
μη με κρατάς, άφησέ με».
Μου είπε: «μη με κοιτάς στα μάτια»
και με άφησε, τραγουδώντας έτσι:
«Τι φταίω εγώ,
εάν η καρδιά είναι ένας περιπλανώμενος τσιγγάνος;
Δεν τη δένουν αλυσίδες,
η καρδιά είναι ένας περιπλανώμενος τσιγγάνος,
μέχρι που να βρει
το πιο πράσινο λιβάδι που υπάρχει
κι εκεί θα συγκεντρώσει επάνω της τα’ αστέρια.
Θα σταματήσει όμως εκεί;
Ποιος ξέρει εάν θα σταματήσει;»
Την είδα προχθές το βράδυ, μετά ένα χρόνο,
γελούσε, γελούσε.
Μ’ έσφιξε στην αγκαλιά της και ήξερε ότι η καρδιά μου
χτυπούσε, χτυπούσε.
Μου είπε: «ας μείνουμε μαζί απόψε».
Πόσο θα ήθελα να της πω «ναι»,
όμως χωρίς καν να την κοιτάξω μες στα μάτια,
την άφησα, τραγουδώντας έτσι:
«Τι φταίω εγώ,
εάν η καρδιά είναι ένας περιπλανώμενος τσιγγάνος;
Δεν τη δένουν αλυσίδες,
η καρδιά είναι ένας περιπλανώμενος τσιγγάνος,
μέχρι που να βρει
το πιο πράσινο λιβάδι που υπάρχει
κι εκεί θα συγκεντρώσει επάνω της τα’ αστέρια.
Θα σταματήσει όμως εκεί;
Ποιος ξέρει εάν θα σταματήσει;»