Μια ηλιακτίδα η αγάπη που μου χάρισες,
ήτανε άνοιξη κι απ’ την αρχή μού άρεσες.
Μα κάποια νύχτα που ’βρεχε μέχρι να ξημερώσει
με πρόδωσες χωρίς ντροπή και σου ’χα αγάπη τόση.
Καις τις εικόνες και κρατάς τη στάχτη,
πόσο σ’ έχω άχτι,
πόσο σ’ έχω άχτι.
Ένα παράθυρο στο όνειρο μου άνοιξες,
με την καρδιά και το κορμί σου μόλις μ’ άντεξες,
μα ό,τι ένιωσα εγώ εσύ δεν το ’χεις νιώσει
και σαν τον κλέφτη έφυγες και σου ’χα αγάπη τόση.