Ήταν, Πανδώρα, το κουτί σου ένα πρόσχημα
ό, τι φοβόσουνα να δείξεις και κρυβόσουνα
μονάχη σου έπαιζες βιολί πάνω στις γέφυρες
που ενώνουν κούφιες απειλές με μαύρους έρωτες.
Ήμουν μονάχα ο εραστής σου και το ήξερες
από τη φύση μου ανίδεος κι ανήμπορος
μες στα σεντόνια μου σαν άρωμα απλώθηκες
στο υποσυνείδητο σαν δίκτυο οργανώθηκες.
Ήσουν κενή, ήσουν αμέτοχη κι υπέροχη
του κόσμου ασχήμια που επιβάλλεται αγέρωχη
ήσουν κενή, ήσουν αμέτοχη κι υπέροχη
στην κόλαση εποχή με προαισθήματα
και στο ξυράφι επιδέξια γλιστρήματα.
Δεν ήξερες υπομονή ούτε τι σήμαινε
ήσουν κροκόδειλος δεμένος που περίμενε
ήσουν παιδάκι και αθώο ως το έγκλημα
η βρωμα των περιστεριών πάνω στα αγάλματα
Ήμουν μονάχα ο εραστής σου και το ήξερες
με τόση απόσταση απ’ τον κόσμο σου που νόμιζα
ότι με λίγη προστυχιά θα σε εξιλέωνα
μα τα μαρτύρια μου ζητούσες του μεσαίωνα.
Ήσουν κενή, ήσουν στεγνή, ήσουν υπέροχη
επιδημία που επιβάλλεται αγέρωχη
ήσουν κενή, ήσουν στεγνή, ήσουν υπέροχη
ήσουν κενή, ήσουν στεγνή, ήσουν υπέροχη
ερωτευόσουν και ξεστράτιζες τα θύματα
απ’ τον παράδεισο μονάχα λίγα βήματα.