Το δρόμο πλάι στη θάλασσα
περπάτησα που `κανε κάθε
μέρα η ποδηλάτισσα.
Βρήκα τα φρούτα που `χε
στο πανέρι της, το δαχτυλίδι
που `πεσε απ’ το χέρι της.
Βρήκα το κουδουνάκι και το
σάλι της, τις ρόδες,
το τιμόνι, το πεντάλι της.
Τη ζωνη της, τη βρήκα σε
μιαν άκρη, μια πέτρα διάφανη
που `μοιαζε με δάκρυ.
Τα μάζεψα ένα ένα και τα
κράτησα κι έλεγα πού `ναι
πού `ναι η ποδηλάτισσα.
Την είδα να περνά πάνω
απ’ τα κύματα, την άλλη μέρα
πάνω από τα μνήματα.
Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα
τ’ αχνάρια της, στους ουρανούς
άναψαν τα φανάρια της.