Πριν βγάλω τη μάσκα
της βγάζω το στέμμα,
σκουπίζω το αίμα, χορεύει για μένα.
Πέφτουν νιφάδες,
ερωτευμένοι μασκαράδες,
ιππότες χαμένοι με άδειες ψυχές.
Κι αυτή περιμένει,
να βγάλω τη μάσκα, θαμπή, μεθυσμένη.
Και βάφει τα χείλη στο σκούρο καθρέφτη.
Ακούει την καρδιά της,
τρομάζει και πέφτει.
Άφηνε χρυσόσκονη το χάδι,
μα η πεταλούδα που ζει μόνο ένα βράδυ,
έπεσε σε εκείνο της ψευτιάς,
τελευταία Κυριακή Αποκριάς.
Χόρεψε στα φώτα και με πάθος
μα γνώρισε κι αυτό τον κόσμο λάθος.
Τρελό καρναβάλι,
πού πήγαν οι φίλοι, πού πήγαν κι οι άλλοι; ....