Χορεύαμε ένα βαλς ίδιο με εκείνα
που χόρευαν παλιά με κρινολίνα
στη σάλα μας μασκέ όλη η πόλη
μα ξάφνου μπήκε κάποιος με μπιστόλι.
“Ψηλά τα χέρια” φώναξε, “ληστεία!
Δεν κάνει το μπιστόλι μου αστεία.
Αφήστε όλοι εμπρός μου δίχως λόγια,
καδένες, δαχτυλίδια και ρολόγια”.
Μαζεύτηκαν σωρό τα δαχτυλίδια
κι αυτός με των ματιών του τα λεπίδια
με κάρφωσε και μου `πε “είναι δικά σου,
τ’ αλλάζω μ’ έναν χτύπο απ’ την καρδιά σου”.
Και με προτεταμένο το μπιστόλι
μου φόρεσε στο χέρι ένα βραχιόλι
που όπως λέει ο θρύλος κάποιου μάντη
ανήκε ένα καιρό στον Βοναπάρτη.
Χορεύαμε ένα βαλς ίδιο με εκείνα
που κάποτε μαγεύαν την Αθήνα
κι εγίνηκε για χάρη μου ληστεία,
τι κρίμα που όλα αυτά ήταν στ’ αστεία.