Αν δεν σφίξω τα δόντια θα το γευτείς.
Αν δεν κρύψω τα λόγια μου θα κρυφτείς.
Με τις χούφτες συγκρατώ ποταμούς οργής, πειθαρχώ, το καταπίνω για να μην πνιγείς.
Κι' είμαι στο τόσο από το να σταματήσω να είμαι επιεικής, να δεις πως γίνεται αθυρόστομος ο ποιητής.
Ξεδιψώντας με στάλες βροχής στις ακτές της πηγής, κάθε βράδυ βραδυφλεγής.
Αν εκραγώ να μην εκπλαγείς.
Αν τρελαθώ να μην λυπηθείς.
Αν καταστραφώ να σωθείς.
Αν επιτεθώ ν' αμυνθείς.
Αν κάνω τις λέξεις προσάναμμα, απόψε που δεν είν' απάνεμα...
Σιωπώ δεν χαρίζω παράθεμα, κι αφού δε σκορπίζω τ'ανάθεμα, η πόλις γεμίζει εγκαύματα, καυτηριάζει τα τραύματα.
Καίγονται ναοί και αγάλματα.
Λιώνουν τ' αρχαία της μάρμαρα.
Η Αλεξάνδρεια φλέγεται.
Η Αλεξάνδρεια φλέγεται.
Η Αλεξάνδρεια φλέγεται.
Η Αλεξάνδρεια φλέγεται.
Πλέει στη ξηρά νοερά.
Κλαίει γοερά, σαν τα μωρά βοερά.
Πρώτη φορά φορά πορφυρά, θα δοθεί το μαρτυρά, με χαρά προσφορά στη πυρά.
Των Σειρήνων ακούει τη χροιά, μπροστά στο τραγούδι τους δεν ωχριά.
Χορεύει με πόδια γυμνά, τους καπνούς διαπερνά λίγο πριν τα λεπτά τα στέρνα.
Φλέγεται ολοσχερώς.
Μάλλον ήταν καιρός.
Ξανά καίει στον φάρο το φως.
Πυρετός! Πυρετός!
Αυτή είν' η Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Αυτή είν' η Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Αυτή είν' η Αλεξάνδρεια που γύρευα.
Τώρα ας αρχίσει να βρέχει.
Αφήνεται στο παραλήρημα.
Διστακτικά, σαν επίρρημα.
Άραγε πέτυχε το εγχείρημα;
Ανοίγει φτερά κι είναι πύρινα.
Η Αλεξάνδρεια φλέγεται.
Η Αλεξάνδρεια φλέγεται.
Η Αλεξάνδρεια φλέγεται.
Η Αλεξάνδρεια φλέγεται.
Η Αλεξάνδρεια φλέγεται.
Η Αλεξάνδρεια φλέγεται.
Η Αλεξάνδρεια φλέγεται.
Η Αλεξάνδρεια φλέγεται.