Ένα σπίτι κάτω, ένα σπίτι πάνω,
ένα σπίτι δίπλα και στη μέση εγώ.
Όλο λέω τι κάνω, όλο λέω πού ήρθα,
όλο λέω θα φύγω κι όλο μένω εδώ…
Το ‘χω αποφασίσει θα μετακομίσω
μα μου λεν οι τοίχοι τι θα βρεις αλλού.
Η ζωή του ανθρώπου δε γυρίζει πίσω
εδώ πέρα ζούμε ό,τι ζει παντού.
Πες μου η αγάπη πού μένει, σε ποιον όροφο μένει
αν τα βράδια κοιμάται ή αν με περιμένει,
σ’ ένα παράθυρο είδα μια σκιά αναμμένη
κι η καρδιά μου απ’ τη σκάλα να σε βρει ανεβαίνει, ανεβαίνει.
Απ’ τον ένα τοίχο λένε ησυχία
απ’ τον άλλον τοίχο στήνουνε καβγά,
o ένας «θα καλέσω την αστυνομία»,
«έχω ιδιοκτησία» ο άλλος απαντά.
Κι απ’ τον τρίτο τοίχο η διπλανή κυρία
έχει ανοίξει μάτι έχει στήσει αφτί
κι είναι πιο δική της του άλλου η ιστορία
τι έχει στο κρεβάτι, τι έχει στη ζωή.
Πες μου η αγάπη πού μένει, σε ποιον όροφο μένει
αν τα βράδια κοιμάται ή αν με περιμένει,
σ’ ένα παράθυρο είδα μια σκιά αναμμένη
κι η καρδιά μου απ’ τη σκάλα να σε βρει ανεβαίνει, ανεβαίνει.