Κοιτάζω έξω το βράδυ,
η πόλη γνέφει το άγρυπνό της μάτι.
Ακούω τη φωνή της, κάνει το τζάμι μου να τρέμει.
Γλυκοί, σαγηνευτικοί αναστεναγμοί.
Βγάλε με έξω στο βράδυ.
Οι τέσσερις τοίχοι δε θα με κρατήσουν απόψε.
Κι αν αυτή η πόλη είναι σαν ένα μήλο,
άσε με να έχω μία δαγκωματιά.
Κι αν πουν: «γιατί, γιατί;»,
πες τους έτσι είναι η ανθρώπινη φύση.
«Γιατί, γιατί μου φέρεται με αυτόν τον τρόπο;».
Κι αν πουν: «γιατί, γιατί;»,
πες τους έτσι είναι η ανθρώπινη φύση.
«Γιατί, γιατί μου φέρεται με αυτόν τον τρόπο;».
Απλώνω το χέρι να αγγίξω έναν ξένο.
Ηλεκτρικά μάτια υπάρχουν παντού.
Δες εκείνο το κορίτσι, ξέρει ότι την κοιτάω.
Της αρέσει ο τρόπος που ατενίζω.
Κι αν πουν: «γιατί, γιατί;»,
πες τους έτσι είναι η ανθρώπινη φύση.
«Γιατί, γιατί μου φέρεται με αυτόν τον τρόπο;».
Κι αν πουν: «γιατί, γιατί;»,
πες τους έτσι είναι η ανθρώπινη φύση.
«Γιατί, γιατί μου φέρεται με αυτόν τον τρόπο;».
Μου αρέσει έτσι να ζω, μου αρέσει έτσι να αγαπώ.
Κοιτάζω έξω στο φως του πρωινού.
Η καρδιά της πόλης αρχίζει να χτυπάει.
Απλώνω το χέρι, αγγίζω τον ώμο της.
Ονειρεύομαι πάλι τους δρόμους.