Στου ονείρου τα περάσματα περνούν της καρδιάς τα πλοία
χρυσών ανθέμων αποστάγματα να φέρουν απ’ την Τροία,
με πήρανε κι εμένανε να δω μια πατρίδα ξένη,
κι αυτοί που δάκρυα ληστεύανε με φώναζαν Ελένη.
Θεέ μου ας έβρισκα ξανά το χάλκινο δόρυ
που ’βαψε κόκκινο της νιότης το μεσοφόρι,
θα κάρφωνα τον άνεμο τ’ αρώματα να σκορπίσει
και αν μ’ ακούει το χρυσάνθεμο, στη Σπάρτη να μυρίσει.