Χύνονται τα φώτα και νυχτώνει,
καίει το γιασεμί και δικαιώνει
τούτη τη στιγμή του χωρισμού
που σε παίρνω και σε χάνω,
αποτύπωμα υγρό βουλιάζει
στο σώμα μου επάνω.
Κράτα με, με τινάζει στο Θεό
τούτο τ’ άγριο λεπτό το τελευταίο.
Έχει αυτό τον δικό του το σκοπό,
το βουβό, το δυνατό και τον αρχαίο.
Άλλοι είν’ οι νόμοι των ανθρώπων
κι άλλοι της αγάπης και των δρόμων
που ανοίγονται καθώς αργά
στο κορμί σου δραπετεύω,
ατσαλένια τα φτερά μ’ αρπάζουν
στη δίνη τους και φεύγω.
Τα λευκά καΐκια της αγάπης
που απόψε μαύρα μου τα βάφεις
τρέχουν σαν πουλιά μες στο λευκό
του απόβραδου τ’ ατλάζι,
σμίγουν με το μέλλον που θλιμμένο
στα μάτια μας κοιτάζει.