Είχε νυχτώσει ήδη και περπάτησα τους δρόμους προς το σπίτι
Εκεί ήταν μία ταβέρνα, που το φως της έλαμπε στο πεζοδρόμιο
είχα χρόνο, και είχε κρύο - έτσι μπήκα μέσα
Ήταν άντρες με καφέ μάτια και μαύρα μαλλιά που καθόντουσαν
Και από το τζουκ μποξ ακουγόταν ο ήχος μιας μουσικής παράξενης από τον νότο
Όταν με πήραν είδηση, κάποιος σηκώθηκε και με κάλεσε να κάτσω μαζί τους
Ελληνικό κρασί - είναι σαν το αίμα της γης
Γέμισε κι άλλο το ποτήρι σου
Και αν θλίβομαι, είναι γιατί σκέφτομαι συνεχώς το σπίτι μου,
Συγχώρεσέ με.
Ελληνικό κρασί - και τα παλιά, γνώριμα τραγούδια,
Γέμισε κι άλλο το ποτήρι σου
Γιατί νιώθω πάλι τον νόστο...
Σε αυτή την πόλη, θα είμαι πάντα μόνος και ξένος.
Και μετά μου είπαν για πράσινους λόφους, την θάλασσα, τον αέρα,
παλιά σπίτια, νέες γυναίκες μόνες
και ένα παιδί που ποτέ δεν είδε τον πατέρα του
Κι όλο λέγαν μεταξύ τους: Κάποια μέρα, θα γυρίσω πίσω,
Με τις οικονομίες μου, για μια ζωή απλή και ευτυχισμένη,
Και σύντομα κανείς δεν θυμάται πως είναι εδώ.
Ελληνικό κρασί - είναι σαν το αίμα της γης
Γέμισε κι άλλο το ποτήρι σου
Και αν θλίβομαι, είναι γιατί σκέφτομαι συνεχώς το σπίτι μου,
Συγχώρεσέ με.
Ελληνικό κρασί - και τα παλιά, γνώριμα τραγούδια,
Γέμισε κι άλλο το ποτήρι σου
Γιατί νιώθω πάλι τον νόστο...
Σε αυτή την πόλη, θα είμαι πάντα μόνος και ξένος.