Γρήγορα η ώρα πέρασε, μεσάνυχτα κοντεύουν,
Πάει το φεγγάρι, πάει κι η Πούλια, βασιλέψανε.
Και μόνο εγώ κείτομαι δω, μονάχη κι έρημη.
Ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει,
Ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει
Άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε,
Ίδια καθώς αγέρας απ’ τα βουνά
Χυμάει, χτυπάει, μέσα στους δρυς φυσομανώντας.