Μοναδική πατρίδα
τα παιδικά μας χρόνια
είχαμε μια μπιγκόνια
στη σκάλα αριστερά.
Βγαίνει χωρίς πυξίδα
ο έρωτας για ψώνια
ψωμί κι εφημερίδα
τα ρέστα στη χαρά.
Γύρισα από ένα μέτωπο
που όσοι σκοτώνουνε φτιάχνουν το χάρτη
αίσθημα βαρύ αντιμέτωπο
μ’ όσα πληγώνουνε καρδιά και μάτι.
Γύρισα κι έχω ένα αδιάφορο
φιλί παράφορο Αύγουστο μήνα
το `σωσα κι εκεί κρατήθηκα
κι έτσι αναστήθηκα, γεια σου Αθήνα.
Κρίμα τόσος θυμός
διαγράφουμε φίλους
σέλφι με σκύλους
πολύς καπνός.
Φεύγει γλιστρά ο καιρός
Κράτα με τώρα
πέρασε η ώρα
στάχτη ο καημός.
Μοναδική πατρίδα
ένα παλιό παιχνίδι
εσύ κι εγώ ταξίδι
στα ήσυχα νερά.
Να βρει κι η καταιγίδα
εμένα γι’ αντικλείδι
στο σπίτι που ποθούσες
να ζήσεις μια φορά.
Γύρισα κι έχω ένα αδιάφορο
φιλί παράφορο για μια Δευτέρα
το `σωσα κι εκεί κρατήθηκα
κι έτσι γεννήθηκα, σα καλησπέρα.