Περπατούσε με αδιάντροπο θαυμασμό,
ένα τέλειο ασύλληπτο πλάσμα,
από τότε που ένας ψεύτης έφερε το κεραυνό
όταν η γη ήταν άδεια από θεούς και ελεύθερη
Τα μάτια της κοιτούν αιχμηρά και αμετάβλητα
μέσα στα κενά κομμάτια του εαυτού μου
Μα ακόμα η καρδιά μου είναι βαριά
με το μίσος από τα πιστεύω άλλων ανδρών
Πάντοτε μια καλοντυμένη απάτη
που δε με κατσάδιαζε
ποτέ
Φωνάζω το όνομα
του θεού ενός ξένου
Φωνάζω το όνομα
του θεού ενός ξένου
Φωνάζω το όνομα
του θεού ενός ξένου,
η αγνότερη έκφραση θλίψης
Αναρωτιέμαι ποιον θα αντιγράψω
επιστρατεύοντας κάμποση στοργική γοητεία
Δε νιώθει τον έλεγχο του κορμιού της
δε νιώθει ασφάλεια στην αγκαλιά μου
Δε μου έμεινε καμία γλώσσα για να το πω,
το μόνο που κάνω είναι να σείωμαι μπροστά της
και διαλύομαι αν προσπαθήσω αν εκφράσω
το λειψό έρωτα που της κάνω
Όλα όσα έμαθα
και όσα έχω να πω,
είναι ξένα για μένα