Εδώ, στο παραθύρι μου στη Γερμανία,
ένα πουλί της αυγής με πλησιάζει ιπτάμενο.
Στο φτερό του, βλέπω ένα κίτρινο άστρο.
Τα φώτα ανάβουν στο εργοστάσιο,
η ψύχρα κρατιέται πάνω στην οξυά
και εγώ θυμάμαι πού είμαστε.
Και θυμάμαι το ολοκαύτωμα,
θυμάμαι όλα όσα απωλέσαμε,
τις εκτελεσθείσες οικογένειες και τα διεσχισμένα σύνορα,
και τα ερμηνεύω τώρα για τη Σάσα.
Ένας νεαρός Γερμανός αξιωματικός κείται στην κλίνη του,
με επιδέσμους από την κορυφή ως τα νύχια.
Ένας κρατούμενος στα στρατόπεδα πυροβολεί νυχτερινά.
Εάν εσύ είσαι ο Άβελ και εγώ είμαι ο Κάιν,
συγχώρησέ με από την δική μου κλίνη των βασάνων.
Δεν γνωρίζω γιατί πεθαίνουμε.
Εγώ διέταξα την πυρπόληση του κτιρίου.
Η αποστολή εξετελέσθη και όπως έστρεφα,
ένας πατέρας και ένας γιος
περικλείστηκαν από φλόγες ψηλότερα του εδάφους.
Από τα τραυματισμένα χέρια του, το αγόρι κοίταξε κάτω,
με ένα άλμα τους, θα κατέληγαν επί τόπου.
Και θυμάμαι το ολοκαύτωμα,
θυμάμαι όλα όσα απωλέσαμε,
τις εκτελεσθείσες οικογένειες και τα διεσχισμένα σύνορα,
και τα ερμηνεύω τώρα για τη Σάσα.
Εσύ, στους παγωμένους δρόμους της Χαιδελβέργης.
Η αδέσμευτη νιότη σου μορφοποιείται σε λέξεις
και τα φαντάσματα του παρελθόντος φέρονται ευγενώς
επειδή αυτό υπήρξε το δικό σου πανεπιστήμιο.
Οι καιροί παρήλθαν, όμως τα πνεύματα ελυτρώθησαν
και ο ποταμός σου κατέρχεται προς τον Ρήνο.
Ο καπνός γέμισε σπήλαια που κάποτε εσύ διέβαινες
μαζί με τον απόκληρο ο οποίος είχε μείνει στο σπίτι.
Μόνο με ουίσκι να τη βγάλεις αλλιώς θα πεθάνεις.
Ο "ζύθινος" κήπος κάτω από το παλαιό κάστρο.
Τα πρόσωπά μας τώρα φωτίζουν στο κερί.
Ιδέ τις μνήμες πώς αστράπτουν.
Όμως θυμάσαι το ολοκαύτωμα,
θυμάσαι όλα όσα απωλέσαμε,
τις εκτελεσθείσες οικογένειες και τα διεσχισμένα σύνορα,
και θα τα ερμηνεύσουμε τώρα για τη Σάσα.