Τρεις και μισή χαράματα,
λίγες στιγμές θ’ αρπάξεις,
να βρεις τα ουράνια ορθάνοιχτα,
να μπεις και να πετάξεις.
Φυσάει Θεός,
φυσάει θεριός,
τις θάλασσες στεγνώνει...
Σ’ αυτή την ξέρα,
πώς να ζήσει η μέρα,
γι’ αυτό δεν ξημερώνει.
Κι αν τα σημεία ερμήνευσες,
η γνώση δε σε σώνει,
ένα αδέξιο παρελθόν
σε πνίγει, σε θυμώνει.