Ο πρώτος άνθρωπος που σκότωσα ήταν του κόμη το δεξί χέρι
Όταν ήρθε να την πάρει μακριά
Πέρασα το ίδιο του το σπαθί κατευθείαν μέσα από το λαιμό του
Κι ύστερα στάθηκα εκεί, να τον παρακολουθώ καθώς έσβηνε
Το πρώτο αίμα που έχυσα ήταν εκείνο ενός τροβαδούρου
Έπρεπε να του κόψω το γέλιο
Δεν ήμουν καν άντρας ακόμα, μα ούτε και πιτσιρικάς
Κι όμως, έκανα εκείνον τον μπάσταρδο να πληρώσει
Έτσι, τον άφησα εκεί, πάνω στο δάπεδο του στάβλου
Να πλέει μέσα σε μια λίμνη απ' το ίδιο του το αίμα
Η μία και μοναδική μου επιλογή ήταν να δραπετεύσω από αυτή τη χώρα
Να εγκαταλείψω αυτό το τρισάθλιο μέρος για τα καλά
Είμαι ένας απόκληρος
Ολομόναχος
Είμαι ένας περιπλανώμενος δίχως σπιτικό
Είμαι ένας επικηρυγμένος
Είμαι απoκηρυγμένος
Και δεν είμαι κανενός ανδρός ο γιός
Μέσα στην παγωμένη νύχτα του καταχείμωνου,
Oδεύοντας ένα ελικοειδές μονοπάτι προς το Νότο
Με τα αστέρια και το φεγγάρι για μοναδικό μου φως
Kαι τους άντρες του κόμη να με πλησιάζουν γοργά
Ορκίστηκα πως θα επέστρεφα,
Πως θα τον έβλεπα να καίγεται
Θα βιώνω μες στα όνειρά μου,
Τη μυρωδιά, το αίμα, τις επιθανάτιες κραυγές του
Για τον πατέρα μου ήμουν νεκρός, μου πήρε πίσω το όνομά του
Με έδιωξε και αφορίστηκα1
Η μία και μοναδική μου επιλογή ήταν να εγκαταλείψω αυτή τη χώρα
Να γίνω η λεία που θα κυνηγούσαν
Είμαι ένας απόκληρος
Ολομόναχος
Είμαι ένας περιπλανώμενος δίχως σπιτικό
Είμαι ένας επικηρυγμένος
Είμαι απoκηρυγμένος
Και δεν είμαι κανενός ανδρός ο γιός
Είμαι ένας απόκληρος
Ολομόναχος
Είμαι ένας περιπλανώμενος δίχως σπιτικό
Είμαι ένας επικηρυγμένος
1. Εννοεί από την εκκλησία, ή την τοπική θρησκευτική κοινότητα, όπως υπονοεί ο μεθεπόμενος στίχος.