Ρίχνω στη νύχτα μια σπρωξιά
παίρνει φωτιά και ξημερώνει
στη τελευταία ρουφηξιά
παίρνω όρκο να τελειώσει πια
ό,τι τελειώνει.
Μπαίνω στο τρένο την αυγή
για να με βρει σε άλλο μέρος
η μέρα ετούτη που θα μπει
να με γλιτώσει από κει
που ήμουνα ξένος.
Φεύγω, φεύγω, κάθε μέρα φεύγω
μέτρο μέτρο, όλο πιο μακριά
φεύγω, φεύγω, τόσα χρόνια φεύγω,
στη καρδιά μου όλο πιο κοντά.
Ρίχνω στα μάτια μου ένα φως
και κάνω ανάκριση μονάχος,
ο χωρισμένος μου εαυτός
είναι που χώρισε το κόσμο
από λάθος.
Άραγε τι να φταίει τι
που ονειρευόμαστε στον ξύπνιο,
και να ‘ναι η λησμονιά αυτή
που ανοίγει πόρτες το πρωί
στο πρώτο χτύπο.