Είχα πολλά το ομολογώ
της μοίρας μου τ’ αφεντικό
Ποτέ δεν είχα την ανάγκη κανενός
τώρα είμαι στο κενό
Δε φεύγει ο πόνος μακριά
παντού η δικιά της η μορφή
ήρθε και πήρε τη θλιμμένη μου καρδιά
δεν έχω αντοχή
Ξέρω πως δε θα μ’ αφήσει
τι και αν τρέχει να κρυφτεί
θα με βασανίσει κάθε δάκρυ
χάδι και όπου βγει
Λιώνω μόνος μες τον πύργο
αναπνέω να τη δω
ζω σε μια πλάνη πως θ΄ αρθεί
να μείνει αυτή για πάντα εδώ
Κατάρα σε οποίον αγαπά
μισώ το φως που ‘χει χαθεί
αν και έχει φύγει δίχως τύψεις και ενοχές
μες την καρδιά μου ζει
Ξέρω πως δε θα μ’ αφήσει
κάτι θα τη φέρει εδώ
θα ‘ναι η έμπνευση μου
σε ότι και αν τολμώ να ονειρευτώ
Λιώνω μόνος μες τον πύργο
αναπνέω να τη δω
ζω μες την πλάνη πως θα ‘ρθει
και όταν ο ήλιος πια κρυφτεί
παρακαλώ να ‘ρθει η στιγμή
που θα ζει για πάντα εδώ