Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου, (δις)
Πού πέταξε τ' αγόρι μου; πού πήγε; πού μ' αφήνει;
Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη. (δις)
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω; (δις)
Πού πέταξε τ' αγόρι μου; πού πήγε; πού μ' αφήνει;
Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη. (δις)
-----------------
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμώσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
-καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,
Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωϊνού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν.
----------------------
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια ου το φως της οικουμένης.(δις)
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια
Και μου 'λεες πως όλα αυτά τα ωραία θα 'ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστεις κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.
-----------------------
Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ' εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.
Την άχνα απ' την ανάσα σου νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.
Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,
αχ, κ' η λαλιά σου, γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.
Και να που ανασηκώθηκα· το πόδι στέκει ακόμα·
φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα.
Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παίδι μου, εσύ κοιμήσου,
και εγώ τραβάω στ' εδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.
-----------------------------
Είσουν καλός κ' είσουν γλυκός κ' είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες.(δις)
Το πόδι ελαφροπάτητο, σαν τρυφερούλι ελάφι,
πάταγε στο κατώφλι μας κ' έλαμπε σα χρυσάφι.
Νιότη απ' τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα πού θα κρατηθώ, που θα σταθώ, που θα 'μπω;
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;
--------------------------
Στο παραθύρι στέκοσουν κ' οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια τη μπασιά, τη θάλασσα, τις τράτες (δις)
Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος πλημμύριζε το σπίτι
και κει στ' αυτί σου σπίθιζε η γαζία του αποσπερίτη (δις)
Κ' ήταν το παραθύρι μας η θύρα όλου του κόσμου
κ' έβγαζε στον παράδεισο που τ' άστρα ανθίζαν, φως μου (δις)
Κι ως στέκοσουν και κοίταζες το λιόγερμα ν' ανάβει,
σαν τιμονιέρης φάνταζες κ' η κάμαρα καράβι (δις)
Και μες στο χλιό και γαλανό το απόβραδο - έγια-λέσα -
με αρμένιζες στη σιγαλιά του γαλαξία μέσα (δις)
Και το καράβι βούλιαξε κ' έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη (δις)
------------------------------
Να 'χα τ' αθάνατο νερό, ψυχή καινούρια να 'χα,
να σου 'δινα, να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα,
Να δεις, να πιείς, ναν το χαρείς ακέριο τ' όνειρό σου
να στέκεται ολοζώντανο κοντά σου, στο πλευρό σου.
Βροντάνε στράτες κι αγορές, μπαλκόνια και σοκάκια
και σου μαδάνε οι κορασιές λουλούδια στα μαλλάκια (δις)
Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ' ήτανε για μένα.
Βροντάνε στράτες κι αγορές, μπαλκόνια και σοκάκια
και σου μαδάνε οι κορασιές λουλούδια στα μαλλάκια (δις)
--------------------------
Γιε μου, ποια Μοίρα σ' το 'γραφε και ποια μου το 'χε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά, στα στήθια μου ν' ανάψει; (δις)
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε (δις)