“Τίποτα πια δε με σοκάρει”
Είπες κι ανοίξαν οι ουρανοί.
Κι εγώ βουβός
ο διάολος να με πάρει,
Σαν δέντρο που κοιτάει ένα παιδί.
Ένα παιδί που πνίγεται στο βάθος.
Σε κάτι βρόμικα νερά,
θολά κι ορμητικά.
Κι απ’ όλους τους σωτήρες
εγώ είμαι ο πιο λάθος.
Που είμαι πεύκο στην ακρογιαλιά.
Είμαι ένα πεύκο στην ακρογιαλιά…
Στο δρόμο ένα ακορντεόν να παίζει.
Χόρεψε μονάχη στη βροχή.
Χόρεψε τα χρόνια να θυμάμαι,
Όταν οι ρίζες
δε με κάρφωναν στη γη.
Έλα ξεκουράσου στα κλαδιά μου.
Φόρεσε τα μαύρα σου γυαλιά.
Να μην μπορείς
να δεις την ερημιά μου,
Που είμαι πεύκο στην ακρογιαλιά.
Είμαι ένα πεύκο στην ακρογιαλιά.