Προς τις προβλήτες όπου το βάρος και η ανία
καμπυλώνουν την πλάτη μου.
Φτάνουν και ζυγίζουν γεμάτους
τους καρπούς τα πλοία.
Έρχονται από όλον τον κόσμο
φέρνοντας μαζί τους
ιδέες αλήτισσες
στις αντανακλάσεις των γαλάζιων ουρανών
των οραμάτων.
Εισάγουν ένα καυστικό άρωμα
από χώρες άγνωστες
και ατελείωτα καλοκαίρια
όπου οι άνθρωποι ζουν ημίγυμνοι
στις παραλίες.
Εγώ, που δεν γνώρισα σε όλη μου τη ζωή
τίποτα πέρα από τον ουρανό του Βορρά,
θα ήθελα να διαλύσω ετούτο το γκρίζο
ταξιδεύοντας στη θάλασσα.
Πάρτε με μαζί σας στις άκρες της γης.
Πάρτε με μαζί σας στη χώρα των θαυμάτων.
Έχω την εντύπωση ότι η αθλιότητα
θα παλευόταν περισσότερο στον ήλιο.
Μέσα στις μπουάτ μόλις πέσει η νύχτα
μαζί με τους ναύτες,
όταν μιλάμε για κορίτσια και έρωτα
μ'ένα ποτήρι στο χέρι.
Χάνω την αντίληψη των επιλογών
και αιφνιδίως η σκέψη μου
με ανασηκώνει και μου αποθέτει
ένα πανέμορφο καλοκαίρι
κατά την απεργία.
Όπου βλέπω, τείνων τας χείρας,
την αγάπη που σαν τον τρελό
τρέχει μπροστά μου.
Και εγώ παρασύρομαι
από το όνειρό μου.
Όταν κλείνουν οι μπουάτ, έτσι ώστε οι ναύτες
να επιβιβαστούν εκ νέου στα πλοία,
εγώ εξακολουθώ να ονειρεύομαι ως την αυγή
μόνος μου στο λιμάνι.
Πάρτε με μαζί σας στις άκρες της γης.
Πάρτε με μαζί σας στη χώρα των θαυμάτων.
Έχω την εντύπωση ότι η αθλιότητα
θα παλευόταν περισσότερο στον ήλιο.
Μια όμορφη μέρα, μέσα σε μια χαριτωμένη μπανιέρα,
από το κύτος στο κατάστρωμα,
για να φύγω, θα δούλευα
μέσα στο λεβητοστάσιο.
Παίρνοντας τον δρόμο που οδηγεί
από τα παιδικά μου όνειρα
στα μακρινά νησιά,
όπου τίποτα δεν έχει σημασία
πέρα από τη ζωή.
Όπου τα χαλαρά κορίτσια
χαλαρώνουν τις ψυχές σας,
πλέκοντας, όπως έμαθα,
ανθοφόρα περιδέραια
που σαγηνεύουν.
Θα έφευγα αποθέτοντας εκεί το παρελθόν,
δίχως μεταμέλεια,
δίχως αποσκευές και με την καρδιά ελεύθερη,
τραγουδώντας πολύ δυνατά:
Πάρτε με μαζί σας στις άκρες της γης.
Πάρτε με μαζί σας στη χώρα των θαυμάτων.
Έχω την εντύπωση ότι η αθλιότητα
θα παλευόταν περισσότερο στον ήλιο.