Χτυπάω τη λεπίδα με το χέρι μου
η κοφτερή γωνιά κόβει το δέρμα
αίμα πέφτει στην υγρη απο τη βροχη άμμο
το ταξίδι μου μπορεί να ξεκινήσει
Κάποτε σκλάβος, μα τώρα είμαι ελεύθερος
η τιμή μου έχει αποκατασταθεί
άλλη μία φορά, θα σαλπαρω στις θάλασσες
επιτέλους ελεύθερος από μαστίγιο και κουπί
Βάζω το σπαθί στη θήκη
ο θεός του Ωκεανού χαιρετίζεται
και όπως φεύγουμε προς τη θάλλασα
σηκώνουμε τα κόκκινα, ριγέ πανιά
Μου έχει λείψει το αεράκι των ακτών της πατρίδας μου
οι παγωμένες λίμνες και το χημερινο χιόνι
αλλα τώρα τα όνειρα μου αρχίζουν να πραγματοποιούνται
Πατέρα, επιστρέφω σπίτι
Η καταιγίδα ήρθε χωρίς έλεος
το και νερό σύνθλιψε τις ράγες
το πλοίο επεφτε μπροστά και πίσω
ενώ δυνατοί άνεμοι εσκιζαν τα πανιά
Τα παγωμένα κύματα αγκαλιάζουν το δέρμα μου
Αρχίζω να μουδιάζω
Ο ατέλειωτος ωκεανός με καταπίνει
Αυτός θα είναι ο κρύος και υγρός τάφος μου
Σε θα νιώσω το αεράκι στις ακτές της πατρίδας μου
ούτε θα δω τις λιμνες, η το χημερινο χιόνι
τα ελπιδοφόρα όνειρα μου πέφτουν σχισμένα
Πατέρα, πεθαίνω ολομόναχος
Πεθαίνω ολομόναχος