Αντίκρυσα το δρομάκο μου ξυπόλητο
κι ο θρήνος μου δυνάμωσε
Όταν στην πόλη πέφτει βροχή
Ένας τόπος είναι πάντα πιο γκρίζος απ'τους άλλους.
Όταν στην πόλη πέφτει βροχή
Ένας τόπος είναι πάντα πιο γκρίζος απ'τους άλλους.
Κουρασμένοι πια στα χρόνια να αντιστεκόμαστε
Θα ήταν ίσως καλύτερο να φύγουμε
Και που θα πάμε; Και ποιος θα στέρξει
τον θρήνο μου και τον ερημωμένο μου δρομάκο;
Και που θα πάμε; Και ποιος θα στέρξει
τον θρήνο μου και τον ερημωμένο μου δρομάκο;
Άπλωσε η ομίχλη την ανάσα της
κρύβοντας τα δέντρα
Οι τοίχοι του δρομάκου μου ανοίγουνε
τις πόρτες να μπεί μέσα η ψύχρα.
Οι τοίχοι του δρομάκου μου ανοίγουνε
τις πόρτες να μπεί μέσα η ψύχρα.
Κουρασμένοι πια στα χρόνια να αντιστεκόμαστε
Θα ήταν ίσως καλύτερο να φύγουμε
Και που θα πάμε; Και ποιος θα στέρξει
τον θρήνο μου και τον ερημωμένο μου δρομάκο;
Και που θα πάμε; Και ποιος θα στέρξει
τον θρήνο μου και τον ερημωμένο μου δρομάκο;