Εδώ και πολύ ώρα περπατάω στους δρόμους,
κοιτάζω μονάχος1 μέσα στη νύχτα.
Έτσι ήταν η μέρα, πλούσια σε χαρές,
μόνο άχρηστη ώρα, την οποία πέρασα.
Ακόμα κι στη ζεστή σου αγκαλιά παρ' ολίγο να παγώσω.
Ανίκανος να δωθώ σε έχασα.
Μα, ποτέ δεν θα με καταλάβεις,
θα με δεις με άλλα μάτια;
Αιωρείται γλύκα στον αέρα,
όταν με φωνάζει το πρωί.
Η ματιά στο ένδυμα των σκέψεών σου,
(είναι) ίσως μια ματιά, που μας ελευθερώνει.
Η αλήθεια έρχεται σαν βρυκόλακας,
έρχεται κι φεύγει και με ρουφάει.
Δεν μπορώ να βρω ηρεμία,
μα η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Δεν μπορώ να σε ξεχάσω,
το στιλέτο της αγάπης αιχμηρά ακονισμένο.
Μαραμένη σαν ένα τριαντάφυλλο,
που σου έβαλα στην αγκαλιά σου,
ανθίζει όλο και κάποια κληματίδα,
που ο ίδιος έκοψα μέχρι θανάτου.
Μα, ποτέ δεν θα με καταλάβεις,
θα με δεις με άλλα μάτια;
Αιωρείται γλύκα στον αέρα,
όταν με φωνάζει το πρωί.
Η ματιά στο ένδυμα των σκέψεών σου,
(είναι) ίσως μια ματιά, που μας ελευθερώνει.
Η αλήθεια έρχεται σαν βρυκόλακας,
έρχεται κι φεύγει και με ρουφάει.
Χορεύαμε διαμέσω των νυκτών,
ζούσαμε απλά μέσα στη μέρα.
Θυμάσαι ακόμα,
που ξάπλωνα κλαίγωντας πάνω σου,
κι εκείνο το δάκρυ το ένα,
που μου κυλάει στο πρόσωπο,
μου χρησιμεύει ως σημάδι,
διότι να σε ξεχάσω δεν μπορώ.