Μου το κάρφωσαν ότι σε είδαν να πίνεις νερό από μια βρύση,
που δεν ήμουν εγώ.
Σε είδαν γυμνή το πρωί, κατεργάρα, κατεργάρα.
Ενώ μαζί μου δε γδυνόσουν ούτε το βράδυ.
Θεέ μου, τι καρφιά ήταν αυτά!
Σε είδαν να σηκώνεις το μεσοφόρι,
το μεσοφόρι μέχρι που φάνηκαν οι τρίχες. Κατάμαυρο ήταν!
Έπειτα μου είπες: «Καημενούλη,
το πουλί σου είναι μόνο για τον καμπινέ»,
κι έφυγες με τη φίλη σου,
εκείνο τον ψηλό, μεγάλο κόμματο.
Οι δυο σας, για να κάνετε κάτι σημαντικό,
κάτι μοναδικό και μεγάλο.
Εγώ μένω πάντα στο σπίτι, βγαίνω λίγο,
σκέφτομαι μόνο και είμαι με τα εσώρουχα.
Σκέφτομαι απογοητεύσεις, μεγάλα κατορθώματα,
μια Ταϊλανδέζα…
Αλλά το σημαντικότερο κατόρθωμα,
άκουσέ με, είναι να είσαι φυσιολογικός.
Κ έτσι, φυσιολογικά, βγήκα από το σπίτι μετά μία εβδομάδα,
δεν έκανε πολύ κρύο
και, φυσιολογικά,συνάντησα μια πόρνη.
Αν εξαιρέσει κανείς τα ρούχα, τα μαλλιά, τη γούνα και τις μπότες,
είχε προβλήματα και μάλιστα σοβαρά, και δεν έκανε λάθος σκέψεις.
Δεν ξέρω εάν σου έτυχε να γνωρίσεις μια πόρνη αισιόδοξη και της αριστεράς,
δεν κάναμε τίποτε,
αλλά εγώ απόμεινα μόνος, μόνος σαν ηλίθιος.
Συνεχίζοντας για λίγο ακόμη τη βόλτα συνάντησα κάποιον που είχε χαθεί.
Του είπα ότι στο κέντρο της Μπολόνιας
ούτε ένα παιδί δεν μπορεί να χαθεί…
Με κοιτάζει με ύφος κάπως ταραγμένο
και μου λέει: «Εγώ είμαι από το Βερολίνο».
Έχω πάει στο Βερολίνο μαζί με τον Μπονέτι,
ήταν κάπως θλιβερό και πολύ μεγάλο…
Βαρέθηκα όμως, θα γυρίσω στο σπίτι
και θα μείνω με τα εσώρουχα.
Πριν ανέβω τις σκάλες σταμάτησα, για να κοιτάξω ένα αστέρι,
ήμουν πολύ ανήσυχος,
και με τη σιγαλιά μου σηκώθηκε.
Ανέβηκα τρία τρία τα σκαλοπάτια,
ξάπλωσα πάνω στο ντιβάνι,
μισόκλεισα τα μάτια,
και γλυκά γλυκά γλίστρησε το χέρι μου.