Ήτανε κάποτε ένας βασιλιάς με μεγάλη ισχύ.
Γελούσε αυτός με το Θεό και το διάολο.
Είχε το λαό του βασανίσει και κατακλέψει.
Στην αυλή του πίστεψε ότι ήταν ασφαλής.
Μα, τότε ήρθε ο όχλος με δρεπάνι και τσεκούρι
και αποτελείωσε τον κύριό του.
Μα, ο βασιλιάς, ο πιο μεγάλος τύρανος,
αυτός ήταν σαν αρουραίος, που ήξερε κολύμπι.
Οι αρουραίοι εγκαταλείπουν το πλοίο που βυθίζεται
και αυτός που τυχαίνει η σκληρή τιμωρία,
αυτός δεν ήταν αρκετά γρήγορος να δραπετεύσει.
Βλέπει κανείς τους αρουραίους να τραβούν προς την ασφάλεια.
Ήτανε κάποτε ένας κύρηκας σε ξένη χώρα
έκανε το κόσμο αυτός να χάσουν τα μυαλά τους.
Του δίναν αυτοί τα πάντα: το χρυσό τους και τα ζώα
και πολύτιμα υφάσματα, μη τυχόν και κρυώσει.
Του φέρανε την ομορφότερη παρθένα
και ήτανε έτοιμοι να τραβήξουν για τα ξένα.
Μα, ήδη όταν κοιμήθηκαν και ονειρεύονταν την τύχη
την έκανε κρυφά και δεν επέστρεψε ποτέ.
Οι αρουραίοι εγκαταλείπουν το πλοίο που βυθίζεται
και αυτός που τυχαίνει η σκληρή τιμωρία,
αυτός δεν ήταν αρκετά γρήγορος να δραπετεύσει.
Βλέπει κανείς τους αρουραίους να τραβούν προς την ασφάλεια.
Σπάνε οι σανίδες, λυγίζει το κατάρτι.
Γκρεμίζονται οι άνθρωπο με θανάσιμη βιασύνη
βαθιά μεσ' τα κύματα, μα, μπροστά-μπροστά
ξεφεύγει μόνο ο αρουραίος, που ξέρει κολύμπι