Δρόμοι παλιοί που αγάπησα
και μίσησα ατέλειωτα
Μέσα στους ίσκιους
των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπόφευκτες
κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου
βρίσκω σε κάθε γωνιά
Κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε
Φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ, ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
Κρατώντας μια φλόγα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα
χωρίς να γνωρίζω κανένα
Κι ούτε κανένας, ούτε κανένας
με γνώριζε, με γνώριζε...