Δεύτερη μέρα της ζωής στην Antiterra
και ακόμη θρηνούνε οι δειλοί την πρώτη μέρα
μα εγώ σφαλίζω μέσα μου τ’ αγιάζι το αυγινό
και από το ριζόχωμα μετρώ μια σπίθα μη ουρανό
Μακριά απ’ τις άφωνες οργές κι απ’ τους άηχους παλμούς,
τις βυθισμένες καρδιές σε μαρασμούς (κι όλα όσα βάζει ο νους),
μια σφραγισμένη μνήμη με πεισμώνει
σαν σπόρο που ονειρεύεται κάτω απ’ το χιόνι.
Αναθυμάμαι πως ξόδεψα μια ολάκερη νιότη
σαν μια γουλιά ή απλά σαν τη μέρα εκείνη την πρώτη
κι ότι δε στάθηκα δίπλα στη σιγουριά μου
και με την πλάτη στον ήλιο να βλέπω μόνο τη σκιά μου.
Ευτυχώς μοιράστηκα και πήγα πιο βαθιά απ’ τα λόγια μου
κι οι ρίζες φέρανε φωτιά στα πόδια μου.
Τι ωραίο βάθεμα! Ήθελε η γη σαν μάνα να με κρύψει
κι εγώ έγινα το ανήκουστο που σας γεμίζει θλίψη.
Κι άρχισα καταιγίδες να μαζεύω μες στο δίχτυ μου
και να κοιμάμαι μόνο στην ομίχλη μου,
να σκοτώνω νέα τα τραγούδια μου στα χείλη μου
για να ζήσουν στις καρδιές σαν φίλοι μου.
Εγώ απ’ την άλλη – πάντα ήθελα κάτι ν’ αλλάξει
γιατί κάποιοι με μετρούσαν με την πιο μικρή μου πράξη.
Μα ενός καλού κι ενός κακού έπονται μύρια,
όσες φορές είδα την άμπωτη, είδα τόσες την παλίρροια.
Κάθε χειμώνα αρνιόμουν την άνοιξη κι εκείνη δε μου θύμωνε·
αργούσα λίγο – πάντα περίμενε
να μου ευχηθεί τα πιο όμορφα και να βαστάω γερά,
γιατί το ψέμα ξεδιψάει σε στάσιμα νερά.
Δεύτερη μέρα της ζωής χωρίς φοβέρα
κι άκου θρηνούνε οι δειλοί την πρώτη μέρα.
Μα εγώ σφαλίζω μέσα μου τ’ αγιάζι τ’ αυγινό
κι απ’ το ριζοχωμα μετρώ μια σπιθαμή ουρανό.
Η πρώτη μέρα ήτανε όμορφη στην antiterra
όμως, η δεύτερη σίγουρα φέρνει φρέσκο αέρα.
Γι’ αυτό αφήνω το παράθυρο ανοιχτό προς την ανατολή
της λησμονιάς να μου φωτίσει το κελί.
Και το πολύ πολύ να βρουν οι μύγες τον καιρό τους
Και ‘πουν, χαλάλι, όλα έχουν τον κρυφό σκοπό τους
Αντρίκειοι νόμοι, παλιοί και αιώνιοι, στέρεοι
Και εμείς μπρος στο λογάριασμα είμαστε ακέραιοι
Της κάθε μέρας θάματα, όμορφα πράγματα – σκέψου·
σκέψου με τι πάθος θα φύγουν τα γεράματα.
Αντρόπιαστα οράματα με κεφαλαία γράμματα
και για τη γούνα μας κανείς δεν έχει ράμματα.
Η βλασφήμια έγινε η υφάντρα του λόγου μας
και ‘μεις του λόγου μας ντουγρού στο δρόμο μας.
Κι αν η ζωή πριν απ’ το τέρμα μας αφήσει,
κάποια μάνα στη φωτιά θα μας ξαναγεννήσει.