Το ποτηράκι σου ζωή, ούτε νερό ούτε κρασί,
ήταν καημούς γεμάτο.
Γουλιά γουλιά είπα να το πιω, και στο γυαλί του ας κοπώ,
μα μου πες "άσπρο πάτο".
Τα μονοπάτια σου φωτιά και κάθε ανάσα μαχαιριά,
χτυπάς και δεν λυπάσαι.
Μα εγώ δεν είμαι απ’ αυτούς, που τα `χουν βρει με τους θεούς,
γι’ αυτό ... "πανάθεμα σε".
Δεν είσαι εντάξει βρε ζωή
δεν είσαι εντάξει.
Άλλους κερνάς φτηνό κρασί,
σ’ άλλους φοράς μετάξι.
Κι όποιος πετά σαν τον αητό,
τον σημαδεύεις στο φτερό,
να μην ξαναπετάξει.
Το παραμύθι σου ζωή, το άκουγα από παιδί,
σαν άνοιγα τα μάτια.
Κι εκεί που άπλωνα φτερά, μια κρυφά μια φανερά,
μου τα κανες κομμάτια.
Τα τσακισμένα μου φτερά, σηκώνω άλλη μια φορά,
μεσάνυχτα Σαββάτο.
Στο σκοτεινό σου ουρανό, σαν τον αετό ξαναπετώ
και δεν το βάζω κάτω.