Στρίβει ο δρόμος, αλλάζει ο καιρός,
κανείς δεν ξέρει γιατί και πώς.
Γυρνά ο ήλιος, πέφτει το φως
και μένεις πάλι ορφανός.
Κι είσαι πάλι χαμένος,
πάλι κυνηγημένος
κι είσαι πάλι τυφλός,
πάλι τυφλός.
Αχ, που χαθήκανε όλοι,
λείπουνε όλοι,
ή λείπω μόνο εγώ
απ’ το χορό;
Ποιοι μας πήραν την πόλη,
τούτη την πόλη
δεν την ξέρω εγώ,
δεν είμαι από δω.
Παντού σειρήνες, παντού φωτιές
μέσα στου χρόνου τις στοές.
Πίσω σου στάχτη, πίσω καπνός
κι εσύ στην πρύμνη μοναχός.
Κι είσαι πάλι χαμένος,
πάλι κυνηγημένος
κι είσαι πάλι τυφλός,
πάλι τυφλός.
Αχ, που χαθήκανε όλοι,
λείπουνε όλοι,
ή λείπω μόνο εγώ
απ’ το χορό;
Ποιοι μας πήραν την πόλη,
τούτη την πόλη
δεν την ξέρω εγώ,
δεν είμαι από δω.
Μαύρα μου μάτια, μαύρα πανιά,
στα όνειρά μου βγες ξανά.
Δωσ’ μου συγγνώμη, δώσ’ μου ευχή.
Είμαστε ακόμα ορφανοί.
Ήμασταν χρόνια χαμένοι,
χρόνια κυνηγημένοι.
Ήμασταν χρόνια τυφλοί,
χρόνια τυφλοί.
Αχ, που χαθήκανε όλοι,
λείπουνε όλοι,
ή λείπω μόνο εγώ
απ’ το χορό;
Ποιοι μας πήραν την πόλη,
τούτη την πόλη
δεν την ξέρω εγώ,
δεν είμαι από δω.