Σε εκείνο το μικρό καφέ που δεν θέλουν να μπουν
ούτε το φως του δρόμου, ούτε ο συνετός κόσμος
συνάντησα το βλέμμα σου, μελαγχολικό και μακρινό
όπως η ομίχλη που γεννιέται στο λιμάνι, τα χαράματα.
Πήρα το χέρι σου και με ακολούθησες μες στη νύχτα
σαν ένα χαμένο σκυλάκι που παρακαλάει για ένα χάδι.
Γέμισες με χρώματα τη λύπη του κρεβατιού μου
με το κόκκινο χρώμα που έχουν τα σούρουπα και με το πράσινο της Γαλικίας.
Και η γωνιά μου ήταν
η γωνιά σου επίσης.
Ησουν νέα και όμορφη.
Ξεκίνησα παίζοντας
και σε αγάπησα
σιγά-σιγά.
Συνήθισα σιγά-σιγά το όνομά σου,
τη ζεστασιά σου και τις λέξεις σου (τα λόγια σου),
τον θόρυβο των βημάτων σου καθώς ανέβαινες τα σκαλιά
και τον τρόπο που έστρωνες το τραπέζι.
Τη μυρωδιά των χεριών σου που κάθε βράδυ
περικύκλωναν το σώμα μου σαν μια λεπτή γάζα.
Αλλά όλα γκρεμίστηκαν όταν σε άκουσα να λες:
"Πάω να βρω τον ήλιο. Είναι πολύ σκοτεινό το σπίτι"
"Κανείς δεν με περιμένει.
Ευχαριστώ για όλα, Joan..."
Ήσουν νέα και όμορφη.
Έφυγε ξαφνικά
αυτό που έχασα
σιγά-σιγά.
Ένιωσα τόσο κρύο εκείνες τις καλοκαιρινές νύχτες.
Καταράστηκα χίλιες φορές την μικρή ταβέρνα...
Πόσες φορές έχω πάει (να μεταφέρω) το κλάμα μου στο ποτάμι.
Πόσες νύχτες έχω περάσει ξάγρυπνος, σαν την πυγολαμπίδα.
Αλλά συνήθισα να ζω μόνος
χωρίς να σκίζω τα χαρτιά ούτε τις φωτογραφίες
Αν πεινάω τρώω ψωμί. Αν κρυώνω ανάβω φωτιά
και σκέφτομαι: "Αν σήμερα βρέχει, αύριο, αύριο θα κάνει καλή μέρα".
Κι έχω ξαναπάει στο καφέ
και σκέφτομαι ότι ίσως
εσύ ήσουν νέα και όμορφη.
Αλλά, ο χρόνος έχει περάσει
κι εγώ σ' έχω ξεχάσει
σιγά-σιγά.