Ζω σε μια γωνίτσα της παλιάς Μονμάρτης
Ο πατέρας μου γυρνά μεθυσμένος κάθε βράδυ
Και για να μας ταΐσει εμάς τους τέσσερις
Η καημένη η μάνα μου ξενοπλένει
Όταν είμαι άρρωστη, στέκομαι στο παράθυρο
Κοιτώ να περνούν άνθρωποι από άλλους τόπους
Όταν το φως της μέρας χαθεί
Υπάρχουν μερικά πράματα που με φοβίζουν λιγάκι
Στο δρόμο μου υπάρχουν άνθρωποι που σεργιανίζουν
Τους ακούω να ψιθυρίζουν και μες τη νύχτα
Όταν αποκοιμιέμαι, νανουρισμένη από ένα τραγουδάκι
Ξαφνικά ξυπνώ από τις κραυγές τους
Σφυρίγματα, βήματα που σέρνονται
Που πάνε κι έρχονται
Μετά σιωπή που κάνει την καρδιά μου να παγώνει
Στο δρόμο μου υπάρχουν σκιές που σεργιανίζουν
Και τρέμω και κρυώνω και φοβάμαι
Ο πατέρας μου μια μέρα μου είπε: "Κόρη μου
Δε μπορείς να μένεις εκεί συνέχεια
Δεν είσαι καλή σε τίποτα - είναι οικογενειακό μας
Πρέπει να δούμε πώς θα κερδίζεις το ψωμί σου
Οι άνδρες σε βρίσκουν κομματάκι όμορφη
Δεν έχεις παρά να πας το βράδυ
Είναι πολλές οι γυναίκες που επιβιώνουν έτσι
Σεργιανίζοντας στο πεζοδρόμιο"
Στο δρόμο μου υπάρχουν γυνάικες που σεργιανίζουν
Τις ακούω να σιγομουρμουρίζουν και μες τη νύχτα
Όταν αποκοιμιέμαι, νανουρισμένη από ένα τραγουδάκι
Ξαφνικά ξυπνώ από τις κραυγές τους
Σφυρίγματα, βήματα που σέρνονται
Που πάνε κι έρχονται
Μετά σιωπή που κάνει την καρδιά μου να παγώνει
Στο δρόμο μου υπάρχουν γυναίκες που σεργιανίζουν
Και τρέμω και κρυώνω και φοβάμαι
Και μετά από βρομάδες και βδομάδες
Δεν έχω πλέον σπίτι, δεν έχω χρήματα
Δεν ξέρω οι αλλοι πώς τα βγάζουν βόλτα
Μα δεν τα κατάφερα να βρω πελάτη
Ζητιανεύω από τους ανθρώπους που περνούν
Ένα κομμάτι ψωμί, λίγη ζεστασιά
Δεν έχω ωστόσο πολύ θάρρος
Τώρα είμαι εγώ αυτή που προκαλώ φόβο
Στο δρόμο μου, όλα τα βράδια σεργιανίζω
Μ΄ακούνε να κλαίω με αναφιλητά και μες τη νύχτα
Όταν ο άνεμος λέει στον ουρανό το τραγουδάκι του
Όλο το κορμί μου παγώνει από τη βροχή
Και δε μπορώ άλλο πλέον και τελικά αυτό που περιμένω
είναι να έρθει ο καλός θεός
για να με προσκαλέσει να ζεσταθώ κοντά του
Στο δρόμο υπάρχουν άγγελοι που με καθοδηγούν
Για πάντα τελείωσε ο εφιάλτης μου