Το τυχερόν
μοιάζει με το φεγγάρι
πελλοφυσανέμικο
μια στη χάση
μια στη φέξη
ζωή νεκατσιασμένη
πρώτα καύκει με
ύστερα λάιν βάλλει μου
όπως της καπνίσει
τη φτώσεια
τη δύναμη
σαν τους πάγους καταλυεί τες.
Σόρτα κατζιή
κουκκούφα
το δουλάππιν της γυρίζει
μαύρη τζιαι γέρημη
ξίκκος σου τζιαι η υγεία
πάντα κατατρώει την
μαύρη σκοτεινή
τζιαι μαντισμένη
πάνω μου διά
περιπαίζω την τζι εγιώ
τζιαι την ράσιη μου γυρίζω
το χτιτζιόν να μεν θωρώ
Το τυχερόν τον καλόν
το νούσιμον
έσιει τα μιτά μου
ποϋρίζει
αλλού θωρεί
πάντα του σαγγαρωμένο.
Ώσποσον ναν' ώρας έλα
μεν αρκήσεις
τράβα τες κόρτες που φακκούν
αφότις που την σόρτα
τζι ο δυνατός τσακκίζει
μαζί μου ούλλοι λουθείτε του κλαμάτου.