Εδώ που η θάλασσα λαμπυρίζει και ο άνεμος φυσά δυνατά
πάνω σε μια παλιά ταράτσα μπροστά στον κόλπο του Σορέντο
ένας άνδρας αγκαλιάζει μια κοπέλα, μετά αρχίζει να κλαίει
έπειτα καθαρίζει τη φωνή του και ξαναρχίζει το τραγούδι (να τραγουδά)
Σε αγαπώ πάρα πολύ
μα τόσο τόσο πολύ, ξέρεις
τώρα πια μια αλυσίδα
που λιώνει το αίμα μέσα στις φλέβες, ξέρεις.
Είδε το φως στη μέση της θάλασσας, σκέφτηκε τις νύχτες εκεί στην Αμερική
αλλά ήταν μόνο οι βάρκες και η άσπρη γραμμή ενός έλικα
ένιωσε τον πόνο στη μουσική και σηκώθηκε από το πιάνο
αλλά όταν είδε το φεγγάρι να έρχεται από ένα σύννεφο
ακόμη κι ο θάνατος φαινόταν γλυκός
κοίταξε στα μάτια του κοριτσιού εκείνα τα μάτια (που ήταν) πράσινα όπως η θάλασσα
έπειτα ξαφνικά ένα δάκρυ έτρεξε και πίστεψε ότι θα πνιγόταν.
Σε αγαπώ πάρα πολύ
μα τόσο τόσο πολύ, ξέρεις
τώρα πια μια αλυσίδα
που λιώνει το αίμα μέσα στις φλέβες, ξέρεις.
Δύναμη των στίχων όπου κάθε δράμα είναι ψεύτικο
που με λίγο μέικ απ και μίμηση μπορείς να γίνεις κάποιος άλλος
αλλά δυο μάτια που σε κοιτάνε τόσο κοντά και πραγματικά
σε κάνουν να ξεχνάς τα λόγια μπερδεύοντας τις σκέψεις
έτσι το καθετί γίνεται μικρό ακόμη κι οι νύχτες εκεί στην Αμερική
γυρνάς και κοιτάς τη ζωή σου σαν μια γραμμή ενός έλικα
αλλά, ναι, είναι η ζωή που τελειώνει αλλά δεν το σκέφτεται και πολύ
αντιθέτως ένιωθε πια ευτυχισμένος και ξανάρχισε το τραγούδι του.
Σε αγαπώ πάρα πολύ
μα τόσο τόσο πολύ, ξέρεις
τώρα πια μια αλυσίδα
που λιώνει το αίμα μέσα στις φλέβες, ξέρεις.