Λένε πως η πατρίδα είναι
ένα τουφέκι και μια σημαία.
Η δική μου πατρίδα είναι τ’ αδέρφια μου
που οργώνουν τη γη.
Η δική μου πατρίδα είναι τ’ αδέρφια μου
που οργώνουν τη γη,
ενώ εδώ μας μαθαίνουν
πώς να σκοτωνόμαστε στον πόλεμο.
Α! εγώ δεν πυροβολώ, όχι,
Α! εγώ δεν πυροβολώ, όχι,
Α! εγώ δεν πυροβολώ τ’ αδέρφια μου.
Α! εγώ πυροβόλησα, ναι,
α! εγώ πυροβόλησα, ναι,
εκείνους που πνίγουν τους ανθρώπους με τα χέρια τους.
Μας προετοιμάζουν για τη μάχη
ενάντια στους εργάτες.
Κεραυνός να με χτυπήσει,
εάν επιτεθώ στους συντρόφους μου.
Ο πόλεμος που τόσο φοβούνται
δεν έρχεται από έξω·
είναι οι απεργίες σαν εκείνες
που πέτυχαν οι ανθρακωρύχοι.
Α! εγώ δεν πυροβολώ, όχι,
Α! εγώ δεν πυροβολώ, όχι,
Α! εγώ δεν πυροβολώ τ’ αδέρφια μου.
Α! εγώ πυροβόλησα, ναι,
α! εγώ πυροβόλησα, ναι,
εκείνους που πνίγουν τους ανθρώπους με τα χέρια τους.
[Όταν πεθάνει ένας στρατηγός
τον βάζουν επάνω στον κιλλίβαντα.
Αυτόν όμως που σκοτώνεται μες στο ορυχείο
τον θάβει το ίδιο το κάρβουνο.
Αυτόν που σκοτώνεται μες στο ορυχείο
τον κουβαλάν δυο σύντροφοί του,
πόνος του κάρβουνου και της πέτρας,
θρήνος γενναίων ανθρακωρύχων.]
Εάν ο αδελφός μου ξεσηκωθεί
κι εγώ είμαι στο στρατώνα,
αρπάζω το τουφέκι και την κουβέρτα μου
και το σκάω για το βουνό μαζί του.
Αξιωματικοί, αξιωματικοί,
περνιέστε για πολύ θαρραλέοι,
να δούμε εάν θα είστε γενναίοι
όταν έρθει η μέρα μας.
Α! εγώ δεν πυροβολώ, όχι,
Α! εγώ δεν πυροβολώ, όχι,
Α! εγώ δεν πυροβολώ τ’ αδέρφια μου.
Α! εγώ πυροβόλησα, ναι,
α! εγώ πυροβόλησα, ναι,
εκείνους που πνίγουν την Ισπανία με τα χέρια τους.