Λοιπόν, αυτός βρισκότανε στην Ταϊλάνδη,
ο σύζυγός της υπηρετούσε στην πολεμική αεροπορία,
συνήθιζε να πετάει τα σαββατοκύριακα.
Ήταν η εύκολη ζωή
μα ύστερα όλα ανατράπηκαν
κι αυτός άρχισε ν' αλλάζει.
Αυτή δεν ανησύχησε τότε,
δεν το θεώρησε περίεργο,
μα ύστερα αυτός έλαβε ένα τηλεφώνημα
πως έπρεπε να φύγει το ίδιο βράδυ.
Δεν μπορούσε να πει πολλά,
μα θα πήγαιναν όλα καλά,
δε χρειάζοταν να πάρει πράγματα.
Θα συναντιούνταν το επόμενο βράδυ,
είχε μια δουλειά να κάνει,
πέταξε για την Καμπότζη.
Και όπως οι νύχτες περνούσαν,
αυτή προσπάθησε να ψάξει το παρελθόν,
τον τρόπο που κοίταζε,
τον τρόπο που γέλαγε.
Υποθέτω πως ποτέ δε θα μάθει
τι είχε μες στην ψυχή του.
Δεν μπορούσε να καταλάβει,
απλά δεν το άντεχε.
Αυτός είχε τα πιο λυπημένα μάτια
που το κορίτσι είχε δει ποτέ,
έκλαιγε μερικές νύχτες
σαν να ζούσε κάποιο όνειρο
και, όπως αυτή τον κρατούσε κοντά της,
αυτός έψαχνε το πρόσωπό της
λες και ήξερε την αλήθεια
χαμένος μες στην Καμπότζη.
Μα ύστερα δέχθηκε ένα τηλεφώνημα,
είπαν πως θα ερχόταν σύντομα σπίτι.
Αυτή έπρεπε να ετοιμάσει μια βαλίτσα
και σύντομα θα κανόνιζαν ραντεβού.
Μα τώρα ένας χρόνος πέρασε
και ούτε λέξη
και όλη η αγάπη που γνώριζε
εξαφανίστηκε στην καταχνιά.
(Καμπότζη - Μην κλαις τώρα - Όχι δάκρυα τώρα)
Και τώρα τα χρόνια πέρασαν
δίχως ούτε μια λέξη.
Μα μόνο ένα πράγμα μένει,
το ξέρω σίγουρα,
πως δε θα ξαναδεί το πρόσωπό του.