(x 2)
Σαν έρθει ο έρωτας, έτσι, στα ξαφνικά
χαμπάρι ούτε παίρνεις
η μαυροφασουλιά πότε πρασίνισε ούτε τον κάκτο π’ άνθησε
και πάει, έσπασ’ η τριχιά
Τ’ άλογο το γέρικο και κουρασμένο π’ αφήνουν να βοσκήσει στο λιβάδι
χαμπάρι ούτε παίρνεις πώς η ψυχή του, που ‘τανε δεμένη,
σαν φύγουνε τα γκέμια, ανασταίνεται και αγριεύει
Κι αν μια φοραδίτσα καφετιά το γέρικ’ άλογο θε να συναντήσει
το στήθος του αγριεύει και σημασία δε δίνει στο καπίστρι
ούτ’ η στομίδα την υπακοή θα φέρει ούτε το χαλινάρι θα το σταματήσει
(x 2)
Σαν έρθει ο έρωτας, έτσι, στα ξαφνικά
κανείς δε φταίει,
η αγάπη ωράριο δεν κοιτάει
ούτε μέρα ούτε μήνα στο καλεντάρι
σαν βρουν οι αποθυμιές, η μια την άλλη
Τ’ άλογο π’ αφήνουν να βοσκήσει στο λιβάδι
που κι οι μέρες του είναι μετρημένες
και πάει πρωί με βήμα βιαστικό
τη φοραδίτσα του να συναντήσει
για την αγάπη της που την έχει πατήσει
Το πουλάρι λάου λάου το πάει
γιατί τα ‘χει τα χρονάκια
το γέρικο άλογο δε γίνεται
να χάσει το λουλούδι που του δώσαν
γιατί μετά από τούτη τη ζωή
τέτοια χαρά δε θα ξανά ‘χει